-
1 στρατιωτικος
-
2 στρατιωτικός
η, ό[ν] 1. военный; воинский; солдатский; армейский;στρατιωτική υπηρεσία (θητεία) — военная служба;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
στρατιωτική πειθαρχία — воинская дисциплина;
στρατιωτικόν μητρώον — мобилизационный список;
στρατιωτικοί κύκλοι — военные круги;
στρατιωτική μονάδα — воинская часть, подразделение;
στρατιωτικός νόμος — военное или осадное положение;
2. (ο) военный, военнослужащий -
3 στρατιωτικός
[стратьетикос] επ военный. -
4 ακόλουθος
η, ο [ος, ον ] 1.1) следующий; последующий; 2) последовательный; 2. (ο) 1) сопровождающее лицо; 2) приспешник, сателлит; 3) младший чин, ранг (государственного служащего); 4) дип атташе;στρατιωτικός (εμπορικός) ακόλουθος — военный (торговый) атташе;
ακόλουθος τύπου — пресс-атташе
-
5 κανονισμός
ο1) см. κανόνισμα 1; 2) расписание, распорядок, порядок, регламент;εσωτερικός κανονισμός — правила внутреннего распорядка;
3) устав; положение;στρατιωτικός κανονισμός — военный устав;
ο κανονισμός των εκλογών — положение о выборах
-
6 οίκος
ο1) дом;ο κατ' οίκον περιορισμός — домашний арест;
2) знатный род; известная семья;3) предприятие; фирма; компания;εμπορικός οίκος — торговая фирма;
εκδοτικός οίκο — издательство;
4) аппарат, администрация президента или короля;ο στρατιωτικός οίκος τού βασιλέως — военный аппарат, военная администрация при короле;
5) дом, заведение;οίκος του φοιτητού — общежитие, пансион, интернат для студентов;
γ τα εν οίκω μη εν δήμω погов, не выносить сора из избы -
7 σύμβουλος
ο1) советчик; консультант; 2) член совета, правления, советник;στρατιωτικός σύμβουλος — военный советник;
σύμβουλος εις το ανώτατον οικονομικόν συμβούλιον — советник высшего экономического совета;
τραπέζης (εταιρίας) — член правления банка (компании)
См. также в других словарях:
στρατιωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους στρατιώτες και στο στρατό γενικά: Απαιτεί από τους υφισταμένους του στρατιωτική πειθαρχία. 2. «στρατιωτικός νόμος», νόμος που κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, νόμος που τίθεται σε εφαρμογή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιωτικός νόμος — Βλ. λ. κατάσταση πολιορκίας … Dictionary of Greek
Σαράφης, Στέφανος — Στρατιωτικός και πολιτικός (Τρίκαλα 1890 Αθήνα 1957). Γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και… … Dictionary of Greek
στρατιωτικά — στρατιωτικός of neut nom/voc/acc pl στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc/acc dual στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικώτερον — στρατιωτικός of adverbial comp στρατιωτικός of masc acc comp sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek
στρατιωτικωτέρων — στρατιωτικός of fem gen comp pl στρατιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικῶν — στρατιωτικός of fem gen pl στρατιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικόν — στρατιωτικός of masc acc sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)